- στολισμοῦ
- στολισμόςequippingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κίθαρις — κίθαρις, ιος, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. είδος φόρμιγγας ή λύρας («κήρυξ δ ἐν χερσίν κίθαριν περικαλλέα θῆκεν Φημίῳ», Ομ. Οδ.) 2. η κιθαριστική τέχνη, η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα, το κιθάρισμα 3. διάδημα που αποτελεί μέρος τού στολισμού τής… … Dictionary of Greek
έμβλημα — Όρος που στην αρχαιότητα σήμαινε τα χρυσά, αργυρά ή χάλκινα διακοσμητικά σχέδια που έφεραν τα μεταλλικά αγγεία ή τα διάφορα άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως όπλα κλπ. Επίσης ο όρος αφορούσε τα διάφορα ξύλινα ποικίλματα που προσαρμόζονταν στην… … Dictionary of Greek
ακοσμία — Φιλοσοφικός όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης για να δηλώσει την αναρχική κατάσταση των πόλεων της Κρήτης, όταν δεν υπήρχαν κόσμοι, όπως λέγονταν οι ανώτατοι άρχοντες στις κρητικές πόλεις. Στα νεότερα χρόνια τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
προϊστορία — Επιστήμη, που ασχολείται με τα γεγονότα που συνέβησαν στην ανθρωπότητα πριν από την ανακάλυψη της γραφής, σε αντίθεση προς τη γραπτή ιστορία. Η π. είναι όμως και αυτή ιστορία, αν και χρησιμοποιεί δεδομένα που προέρχονται από διαφορετικές πηγές.… … Dictionary of Greek
ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος … Dictionary of Greek
αμμωνίτες — Θαλάσσια μαλάκια που ανήκουν στην τάξη των κεφαλοπόδων και έχουν εκλείψει. Οι α. εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα, έζησαν και αναπτύχθηκαν κυρίως στον μεσοζωικό αιώνα, κατά το τέλος του οποίου εξαφανίστηκαν ύστερα από 250 300… … Dictionary of Greek
Βιλανόβα, πολιτισμός της- — (Villanova). Το 1853 ανακαλύφθηκε στο χωριό Βιλανόβα, κοντά στην πόλη Μπολόνια της βόρειας Ιταλίας, ένας μικρός τάφος, που με την κατασκευή και τα ιδιόμορφα ευρήματά του χαρακτήρισε μια ολόκληρη πολιτιστική περίοδο της αρχαίας Ετρουρίας. Ο… … Dictionary of Greek